- ἡλιωδῶς
- ἡλιώδηςadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηλιώδης — ἡλιώδης, ες (Α) αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, ο ηλιοειδής («μῆλα ἡλιώδη, Φιλόστρ.). επίρρ... ἡλιωδῶς (Μ) κατά την ομοιότητα τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + κατάλ. ωδης (πρβλ. ακανθ ώδης, κυματ ώδης)] … Dictionary of Greek